- περιέθετο
- περϊέθετο , περιτίθημιplaceaor ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обложитисѧ — ОБЛОЖ|ИТИСѦ (4*), ОУСѦ, ИТЬСѦ гл. 1.Облечься во чтол., быть окруженным чемл. Образн.: Тебе ра(д), бесплоте(н) сы, плотью ѡбложихсѧ, да всѣхъ дш҃вны˫а и телесны˫а недугы ицѣлю. КТур XII сп. XIV, 39; и ѹповаше непобѣди(м) быти. того ради обложисѧ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
SATELLES — in Glossis Graeco Lat. Βασιλικοῦ σώματος φύλαξ, Imperatorii seu Regii corporis custos. Solebant enim illi Regium solium circumdare et Principis latus tueri. Unde Stat. Theb. l. 2. v. 384. de Etheocle, Ibi durum Etheoclea cernit Sublimen solio,… … Hofmann J. Lexicon universale
σκοπευτήριο — το / σκοπευτήριον, ΝΜΑ νεοελλ. (αβλ. στρ.) περιφραγμένος χώρος, καλά προστατευμένος και κατάλληλα διαμορφωμένος για την εξάσκηση στη σκοποβολή και, ειδικότερα, για την εκτέλεση ασκήσεων βολής με φορητά όπλα σε διάφορους εικονικούς στόχους (α.… … Dictionary of Greek